osteoporosiΕίναι μία συστηματική μεταβολική νόσος η οποία χαρακτηρίζεται από σταδιακή μείωση της οστικής πυκνότητας και διαταραχή της οστικής δομής. Η εξασθένηση του σκελετικού συστήματος μπορεί να προκαλέσει κατάγματα στην περιοχή της θωρακικής, οσφυικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, της λεκάνης και του ισχίου, με τα τελευταία να αποτελούν την σοβαρότερη συνέπεια της οστεοπόρωσης.

Κανονικά η απορρόφηση και ο σχηματισμός του οστικού ιστού (οστίτις) είναι δύο φαινόμενα που συμβαίνουν παράλληλα σε μία διαδικασία που ονομάζεται σύζευξη. Οι οστεοβλάστες είναι κύτταρα τα οποία παράγουν οστίτη ιστό και προκαλούν την εναπόθεση μεταλλικών στοιχείων στο νεοσχηματιζόμενο προ-οστίτη ιστό, ενώ οι οστεοκλάστες είναι κύτταρα που απορροφούν τον οστικό ιστό και η λειτουργία τους ρυθμίζεται από την παραθυρεοειδική ορμόνη (PTH), καλσιτονίνη, οιστρογόνα, βιταμίνη D, διάφορες κυτταροκίνες και άλλους τοπικούς παράγοντες όπως προσταγλανδίνες.

Όταν σταματήσει η ανάπτυξη του σκελετού η οστική μάζα συνεχίζει να αυξάνεται μέχρι την ηλικία των 35 – 40 ετών όπου και φτάνει στην κορυφαία τιμή της. Από αυτή τη στιγμή και μετά εγκαθίσταται μία ανισορροπία απορρόφησης και παραγωγής οστού. Το αρνητικό αυτό ισοζύγιο (μεγαλύτερη απορρόφηση και μικρότερη παραγωγή) με την πάροδο της ηλικίας οδηγεί στην οστεοπόρωση.

Τα φαινόμενα αυτά γίνονται εντονότερα κατά την εμμηνόπαυση λόγω της έλλειψης των ενδογενών οιστρογόνων.

Η οστεοπόρωση μπορεί να παραμείνει ασυμπτωματική για δεκαετίες μέχρι να προκληθεί κάποιο σκελετικό κάταγμα. Τα κατάγματα που προκαλούνται κατά την διάρκεια της καθημερινής δραστηριότητας π.χ. περπάτημα ονομάζονται κατάγματα από στρες ενώ τα κατάγματα του ισχίου είναι τα τυπικά κατάγματα από πτώση στο έδαφος και ονομάζονται τραυματικά κατάγματα.

Τα οστεοπορωτικά κατάγματα και ειδικότερα αυτά του ισχίου αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό θέμα της δημόσιας υγείας καθώς προκαλούν πολλές χαμένες ώρες εργασίας, χαμηλό επίπεδο ποιότητας ζωής και σε αρκετές περιπτώσεις ανικανότητα.

Οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση οστεοπόρωσης είναι το γυναικείο φύλο, λεπτό σωματότυπο, καυκάσια ή ασιατική φυλή, οικογενειακό ιστορικό, κάπνισμα, υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ, έλλειψη σωματικής άσκησης, πτωχές συνθήκες υγιεινής και διατροφής, εμμηνόπαυση, αμηνόρροια από στρεσογόνες καταστάσεις, ρευματοειδής αρθρίτιδα, υπερθυρεοειδισμός, υπερπαραθυρεοειδισμός, έλλειψη βιταμίνης D και χρόνια χρήση κορτικοστεροειδών.

Η διάγνωση της οστεοπόρωσης τίθεται με την μέτρηση της οστικής πυκνότητας (ΜΟΠ) με την μέθοδο DEXA (διπλής φωτονιακής απορροφυσιομέτρησης) της σπονδυλικής στήλης και του ισχίου. Σε ΜΟΠ πρέπει να υποβάλλονται όλες οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, οι γυναίκες που σχετίζονται με τους προαναφερθέντες παράγοντες κινδύνου, γυναίκες <65 ετών, μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με αναφερόμενα κατάγματα.

Η αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης περιλαμβάνει αλλαγές στον τρόπο ζωής και χορήγηση θεραπευτικής αγωγής με κύριο σκοπό την πρόληψη της εγκαθίδρυσης της νόσου. Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής περιλαμβάνουν την διακοπή του καπνίσματος, ελάττωση της κατανάλωσης του αλκοόλ, τακτική άσκηση και δίαιτα εμπλουτισμένη σε ασβέστιο και βιταμίνη D.

Η θεραπευτική αγωγή περιλαμβάνει:

  • Χορήγηση συμπληρωμάτων ασβεστίου (περίπου 1.000mg ημερησίως για μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που βρίσκονται υπό ΘΟΥ (Θεραπεία Ορμονικής Υποκατάστασης) ή 1.500mg ημερησίως για γυναίκες που δεν λαμβάνουν ΘΟΥ.

  • Λήψη βιταμίνης D. Η βιταμίνη D βοηθάει την απορρόφηση του ασβεστίου σε εντερικό επίπεδο. Υπάρχουν σκευάσματα που περιέχουν ασβέστιο και βιταμίνη D.

  • Θεραπεία Ορμονικής Υποκατάστασης (Θ.Ο.Υ.). Υπό την μορφή οιστρογόνων από μόνα τους ή σε συνδυασμό με προγεσταγόνα που αποδεδειγμένα προλαμβάνουν την απώλεια οστικής μάζας με παράλληλη αύξηση της οστικής πυκνότητας. Έτσι, μειώνεται το ποσοστό εμφάνισης καταγμάτων. Ωστόσο, η θεραπεία με οιστρογόνα δεν συνιστάται για μακρόχρονη χορήγηση καθώς συνδέεται με πολλά ανεπιθύμητα αποτελέσματα όπως εγκεφαλικά, καρδιαγγειακά επεισόδια, εν τω βάθει θρόμβωση και καρκίνο του μαστού.

  • Διφοσφωνικά. Είναι αντιαπορροφητικοί παράγοντες οι οποίοι μειώνοντας την μετακίνηση του ασβεστίου από τα οστά αυξάνουν την οστική πυκνότητά τους. Τα διφωσφονικά λαμβάνονται το πρωί με αδειο στομάχι και με παραμονή σε καθιστή ή όρθια θέση για 30 λεπτά προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερη απορρόφηση και να αποφευχθούν ανεπιθύμητες παρενέργειες όπως τα οισοφαγικά έλκη.

  • Εκλεκτικοί Τροποποιητές των Οιστρογόνων-Υποδοχέων. Πρόκειται για παράγοντες που λειτουργούν ως οιστρογόνα σε ορισμένους ιστούς και ως αντι-οιστρογόνα σε άλλους. Τυπικός αντιπρόσωπος αυτής της φαρμακευτικής  κατηγορίας είναι η Ραλοξιφαίνη (Evista) η οποία ασκώντας την οιστρογονική της δράση στα οστά, προκαλεί αύξηση της οστικής πυκνότητας ενώ παράλληλα δρα προστατευτικά στο ενδομητρίου και  στον μαστό (αντι-οιστρογονική δράση) μειώνοντας σημαντικά το ποσοστό εμφάνισης καρκίνων του μαστού και του ενδομητρίου.

  • Καλσιτονίνη.  Ορμόνη που προέρχεται από τον σολομό και παρεμποδίζει την οστική απώλεια αυξάνοντας παράλληλα την οστική πυκνότητα.

  • Τεριπαρατιδη(Forteo) Πρόκειται για συνθετική παραθορμόνη που ρυθμίζει την ομοιόσταση του ασβεστίου

  • Denosumab (Prolia). Μονοκλονικό αντίσωμα που εμποδίζει την  ενεργοποίηση των κυττάρων που εμπλέκονται στην διαδικασία της απορρόφησης του οστού.