Η έναρξη του τοκετού εκδηλώνεται με την παρουσία των παρακάτω σημείων: επώδυνες συστολές ή/και εμφάνιση αιματηρής βλέννης ή/και απώλεια αμνιακού υγρού (ρήξη υμένων). Εφόσον τεκμηριωθεί η έναρξη του τοκετού, τότε επιβάλλεται η παραλαβή της επιτόκου στην κλινική, με απώτερο σκοπό τη γέννηση του εμβρύου και τη φροντίδα της μητέρας και αυτού.

Γενικώς ακολουθούν οι εξής εξετάσεις:

  • Εξωτερική εξέταση, για την εξακρίβωση της θέσης του εμβρύου

  • Καρδιακοί παλμοί: με τον καρδιοτοκογράφο που ανιχνεύει τον καρδιακό παλμό του εμβρύου και καταγράφει τη μητρική δραστηριότητα (συσπάσεις) της μητέρας. Αποτελεί σημαντική εξέταση για να εντοπιστεί έγκαιρα μια δυσπραγία του εμβρύου, και συνήθως γίνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του 1ου και 2ου σταδίου του τοκετού.

  • Κολπική εξέταση, η οποία περιλαμβάνει την εκτίμηση του τραχήλου (μήκος, σύσταση), του τραχηλικού στομίου (διαστολή, σύσταση, πάχος), της προβάλλουσας μοίρας (ύψος, κάμψη ή έκταση της κεφαλής, θέση), του θυλακίου (ερριγμένο ή όχι) και του χαρακτήρα του πυελογεννητικού σωλήνα. Αυτοί οι παράγοντες θα μας δείξουν πόσο γρήγορα θα εξελιχθεί ο τοκετός.

Η εξέλιξη του τοκετού ελέγχεται συνοπτικά με τη χρήση ενός διαγράματος, στο οποίο καταγράφονται συστηματικά η διαστολή του τραχήλου, η κάθοδος της προβάλλουσας μοίρας και η εσωτερική στροφή.

Εάν η διαστολή του τραχήλου δεν είναι της τάξεως του 1,2εκ./ώρα, τότε υπάρχουν πρακτικά 3 περιπτώσεις: ή ο τοκετός δεν έχει αρχίσει ακόμα, ή οι ωδίνες δεν είναι συστηματικές, ή υπάρχει κάποια δυστοκία τραχήλου.

Ένα από τα πρώτα μέτρα ενίσχυσης των ωδινών είναι η τεχνητή ρήξη των υμένων και χορήγηση ωκυτοκίνης ενδοφλεβίως.